Κυριακή 25 Απριλίου 2010

2.Μόνο ο μπρούχο ξέρει ( part 2 )

Για πρώτη φορά στη ζωή του , όλα είχαν πάει στραβά. Ανεπανώρθοτα στραβά. Σ΄ένα στιγμιαίο φλάς επίγνωσης ο μπρούχο κατάλαβε πώς έδινε την τελευταία του μάχη στη γή.Βάδιζε - ή μάλλον έτρεχε - ολοταχώς προς τον θάνατό του. Χαιρόταν όμως που ο Μιγκέλ βρήκε - τελικά το δρόμο του.
Σταματώντας να ξαποστάσει , περιμένωντας τους διώκτες του που δίψαγαν για αίμα, πισω από ένα θάμνο αναθυμήθηκε τα γεγονότα της νύχτας.
Ο μικρός Μιγκέλ κατάπιε χωρίς δυσκολία , αν και με κάποια νευρικότητα , τους 7 ρόζους που του έτεινε ο μπρούχο σε ένα διάστημα 6 ωρών χωρίς κανένα ορατό αποτέλεσμα.Καθώς μασούσε τον έβδομο , ο γέρο-Χουάντσο τον ρώτησε πώς νιώθει. <<Ωραία>> απάντησε ο Μιγκέλ ατενίζοντας το κενό. Η μητέρα του , αθέατος και βουβός παρατηρητής , στεκόταν στο σκοτάδι 20 μέτρα πιο πέρα.
Ο μπρούχο έβγαλε από το δισάκι του το τελετουργικό μαχαίρι και έκοψε σιγοτραγουδώντας μια ακατονόμαστη μελωδία τον τελευταίο ρόζο από τον κάκτο που βρισκόταν μπροστά του. Τον έδωσε στον Μιγκέλ και τον παρακίνησε να μασήσει αργά , σαν η ζωή του να εξαρτιόταν απο την ευγενική αντιμετώπιση που θα έδειχνε στο φυτό. Ο μικρός κατάπιε χωρίς δυσκολία.
Αμέσως μετά όλα πήγαν στραβά. Τα μάτια του Μιγκέλ γύρισαν ανάποδα και άρχισε να παραμιλά.Σπρώχνοντας τον μπρούχο , κατάφερε να του αποσπάσει το μαχαίρι.<<Αυτό το μαχαίρι διψάει για αίμα>> είπε απλά , σαν να εκφωνούσε δελτίο καιρού και μεμιάς το έμπηξε στο στέρνο του και το γύρισε φωνάζοντας : <<Είμαι καλά τώρα , ησύχασα >>. Η φωνή του μπλέχτηκε με το ουρλιαχτό της μητέρας του που παρακολουθούσε σιωπηλά μέχρι εκείνη τη στιγμη.
Το αίμα ανάβλυσε , τόσο από την πληγή όσο και παο το στόμα του.Εκείνη τη στιγμή , όλος ο κόσμος ούρλιαξε μαζί του , αλλά μόνο ο μπρούχο το άκουσε. Έπεσε χάμω , κλείνοντας τα αυτιά σ΄αυτήν την παραφωνία που ήταν παραφωνία για τα ανθρώπινα αυτιά και μόνο.
Όταν σηκώθηκε και συνήλθε , 2 εκατοστά του δευτερολέπτου αργότερα , που έμοιαζαν σαν 2 εκατοστά της χιλιετηρίδας , το Απόλυτο ουρλιαχτό του Μιγκέλ είχε πάψει , καθώς ο νεκρός είχε ήδη φύγει για το μεγάλο ταξίδι μ΄ένα χαμόγελο μακαριότητας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του , και είχε αντικατασταθεί με το άσχημο ουρλιαχτό της μάνας του.Ο γέρο-Χουάντσο προσπάθησε μάταια να την ησυχάσει, Όταν αυτή άρχισε να τρέχει , απειλώντας τον και αποκαλώντας τον κομπογιαννίτη , λέγοντας πώς ο άντρας της θα του έδειχνε και άλλα τέτοια , ο μπρούχο κάθησε κατάχαμα , κοιτώντας προς τη δύση , την κατεύθυνση που προτιμούσε - και τον προτιμούσε κι αυτή - και σιγομουρμούρισε μιά παράξενη μελωδία , η οποία , χρόνια αργότερα θα ενσταλλαζόταν στο μυαλό ενός μαύρου σαξοφωνίστα και θα γινόταν γνωστή στα πέρατα του κόσμου.Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Κάθησε εκεί περιμένωντας. Όταν είδε τους <<νεκρούς>> να φαίνονται στον ορίζοντα , τους έριξε ένα περιφρονητικό βλέμμα , μέχρι που τον είδαν. Ύστερα έτρεξε-έτρεξε-έτρεξε μέχρι την κορυφή του μέσα. Όταν τον ξαναντίκρυσαν , ήταν ήρεμος , καθισμένος σ΄ένα βράχο. Τα ρόπαλα υψώθηκαν και οι καραμπίνες απειλούσαν. Οι διώκτες του ακόμα θυμούνται - και δεν θα ξεχάσουν ποτέ,όσες ζωές κι αν περάσουν -πως ο μπρούχο , πρίν πέσει για πάντα , άντεξε 267 χτυπήματα. Και, παρ΄ότι το σ΄μα του είχε καταντήσει ένα μπλαβί ματωμένο - αλλά ακόμα ζωντανό - πτώμα , αυτός ακόμα γελούσε , μέχρι το τελευταίο χτύπημα του ροπάλου , όταν . βγάζοντας μια κραυγή καθάρια και υπερήφανη ξεψύχησε.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου