Τρίτη 11 Μαΐου 2010

3.Ρίμες από ατσάλι part1

Ο ήλιος ξεπρόβαλλε -δειλά, δειλά,σαν να το σκεφτόταν- και φώτισε τα εργοστάσια , τα φουγάρα και τις φτωχογειτονιές που συνωστίζονταν γύρω από αυτά στο βιομηχανικό Ντητροιτ.Συνέχισε το ταξίδι του , μέχρι που , όταν έφτασε κατακόρυφα - ώρα 12 το μεσημέρι -ο Μάικ , κατά υπόκοσμον ΜC mX- Μαικ Εξ , όπως ο σύντροφος Μάλκολμ , άνοιξε ένα βλέφαρο ατενίζοντας τον ουρανό του τροχόσπιτου.Μπορούσε ήδη να ακούσει , κάτι που ενίσχυε τον επερχόμενο πονοκέφαλο, τηνμητέρα του να παίζει με κατσαρολικά στην κουζινα.Ένιωσε μιά ανγούλα να ανεβαίανει στο λαρύγγι του , την οποία κατέπνιξε , αφήνοντας ένα δυνατό ρέψιμο.
Τείνωντας το δεξί -μαύρο- χέρι του προς το τραπεζάκι που χρησημοποιουσε σαν κομοδίνο καταφερε, χωρίς πολλή προσπάθεια να πιασει το πακέτο με τα Κάμελ και να τραβήξει το τελευταίο τσιγάρο. Σε 7 περίπου λεπτά είχε επανέλθει στην πραγματικότητα και είχε καταπονήσει αρκετά τα πνευμόνια του.
Η μέρα ήταν 12 του Νοέμβρη στο Ντητροιτ των Η.Π της Α. και ένιωθε άρρωστος. Το βράδυ όμως , έπρεπε να ραπάρει σαν το αύριο να μην υπήρχε.
Σηκώθηκε τρικλίζοντας και όρμησε στην κουζίνα. Η μητέρα του είχε ήδη πάρει το αντικαταθλιπτικό χαπάκι που την έκανε,σύμφωνα με τον κομπογιαννίτη δυτικό και ΑΣΠΡΟ γιατρό να μπορεί ν'αντέξει με ένα χαμόγελο την σαπίλα που την περιέβαλλε.Ο Μάικ αδυνατούσε να φανταστεί πόσο πιό καταθλιπτικιά θα ήταν άν δεν έπαιρνε το χάπι της.Νιώθοντας μια εντονη επιθυμία να την τσιγγλίσει μουρμούρισε<<καφε>>, χωρίς καλημέρα , έτοιμος να υποστεί - μαζοχιστικά - την γκρίνια της.
Πρός μεγάλη του έκπληξη, η μάνα του του πρόσφερ μια κούπα με το χαμογελο στα χείλη.
<<Γιατί τόσο χαρούμενη? Πήρες 2 χαπάκια σήμερα μήπως?>> ρώτησε σκωπτικά.
<<Χα!Τι χιούμορ!>> απάντησε κοροιδευτικά η μητέρα του αλλά το τρελό χαμόγελο δεν έλεγε να φύγει από τα χείλη της.
<<Τότε?>>
<<Μαικλ , χθές το βράδυ ο κύριος Γουόλτερ δέχτηκενα σε πάρει για βοηθό στο φαγάδικό του. Δεν είναι πολύ γενναιώδορος? Του' πα πόσο δύσκολα τα βγάζουμε πέρα και...>>
<<Γαμήσου!>> ούρλιαξε θυμωμένα ο Μαικ . <<Δεν πρόκειται να γίνω ο μπάρμπα- θωμάς του αρχίδη αυτού! Ωραία ζωή , να πλένω πιάτα για έναν ασπρουλιάρη φασίστα!>>
Τα μάτια της μητέρας του βούρκωσαν και το χαμόγελο εξαφανίστηκε από το προσωπό της σαν να είχε αργήσει 10 λεπτά σε ραντεβού.<<Γιατί?.....>> ψέλλισε
Γιατι?Ναι, γιατί να πλένει τα πιάτα ενός μαλάκα που πίστευε ακόμα στην υποδούλωση του λαού του?Έναν μαλάκα ΑΣΠΡΟ που τους έφερε με καράβια από την Αφρική στην υπέροχη χώρα των ελεύθερων και το σπίτι των γενναίων? Γιατί να ζητά ελεημοσύνη , να σκύβει το κεφάλι οταν ξέρει πώς ο μπάτσος θα είναι πάντα με τους άλλους , τα βλέμματα στους δρόμους πάντα εχθρικά , μασκες νεκρικές που τον κοιτούν σαν σκουλήκι? Όχι. Ή θα τα κατάφερνε με τη φωνή του , ή..... ας ψόφαγε σε ένα παγκάκι με ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι , ξέρωντας πώς δεν είχε φιλήσει κατουρημένες ποδιές σαν τη μάνα του που πίπωνε κάθε λευκό που είχε βίτσιο με το μαύρο κρέας αλλά ντρεπόταν να το ομολογήσει στην λέσχη του.
<<Φεύγω για να μην σε βρίσω περισσότερο>> είπε και την άφησε να κλαίει πάνω από την κατσαρόλα , παρότι είχε ήδη πάρει το -ΑΣΠΡΟ- χαπάκι της.