Τρίτη 11 Μαΐου 2010

3.Ρίμες από ατσάλι part1

Ο ήλιος ξεπρόβαλλε -δειλά, δειλά,σαν να το σκεφτόταν- και φώτισε τα εργοστάσια , τα φουγάρα και τις φτωχογειτονιές που συνωστίζονταν γύρω από αυτά στο βιομηχανικό Ντητροιτ.Συνέχισε το ταξίδι του , μέχρι που , όταν έφτασε κατακόρυφα - ώρα 12 το μεσημέρι -ο Μάικ , κατά υπόκοσμον ΜC mX- Μαικ Εξ , όπως ο σύντροφος Μάλκολμ , άνοιξε ένα βλέφαρο ατενίζοντας τον ουρανό του τροχόσπιτου.Μπορούσε ήδη να ακούσει , κάτι που ενίσχυε τον επερχόμενο πονοκέφαλο, τηνμητέρα του να παίζει με κατσαρολικά στην κουζινα.Ένιωσε μιά ανγούλα να ανεβαίανει στο λαρύγγι του , την οποία κατέπνιξε , αφήνοντας ένα δυνατό ρέψιμο.
Τείνωντας το δεξί -μαύρο- χέρι του προς το τραπεζάκι που χρησημοποιουσε σαν κομοδίνο καταφερε, χωρίς πολλή προσπάθεια να πιασει το πακέτο με τα Κάμελ και να τραβήξει το τελευταίο τσιγάρο. Σε 7 περίπου λεπτά είχε επανέλθει στην πραγματικότητα και είχε καταπονήσει αρκετά τα πνευμόνια του.
Η μέρα ήταν 12 του Νοέμβρη στο Ντητροιτ των Η.Π της Α. και ένιωθε άρρωστος. Το βράδυ όμως , έπρεπε να ραπάρει σαν το αύριο να μην υπήρχε.
Σηκώθηκε τρικλίζοντας και όρμησε στην κουζίνα. Η μητέρα του είχε ήδη πάρει το αντικαταθλιπτικό χαπάκι που την έκανε,σύμφωνα με τον κομπογιαννίτη δυτικό και ΑΣΠΡΟ γιατρό να μπορεί ν'αντέξει με ένα χαμόγελο την σαπίλα που την περιέβαλλε.Ο Μάικ αδυνατούσε να φανταστεί πόσο πιό καταθλιπτικιά θα ήταν άν δεν έπαιρνε το χάπι της.Νιώθοντας μια εντονη επιθυμία να την τσιγγλίσει μουρμούρισε<<καφε>>, χωρίς καλημέρα , έτοιμος να υποστεί - μαζοχιστικά - την γκρίνια της.
Πρός μεγάλη του έκπληξη, η μάνα του του πρόσφερ μια κούπα με το χαμογελο στα χείλη.
<<Γιατί τόσο χαρούμενη? Πήρες 2 χαπάκια σήμερα μήπως?>> ρώτησε σκωπτικά.
<<Χα!Τι χιούμορ!>> απάντησε κοροιδευτικά η μητέρα του αλλά το τρελό χαμόγελο δεν έλεγε να φύγει από τα χείλη της.
<<Τότε?>>
<<Μαικλ , χθές το βράδυ ο κύριος Γουόλτερ δέχτηκενα σε πάρει για βοηθό στο φαγάδικό του. Δεν είναι πολύ γενναιώδορος? Του' πα πόσο δύσκολα τα βγάζουμε πέρα και...>>
<<Γαμήσου!>> ούρλιαξε θυμωμένα ο Μαικ . <<Δεν πρόκειται να γίνω ο μπάρμπα- θωμάς του αρχίδη αυτού! Ωραία ζωή , να πλένω πιάτα για έναν ασπρουλιάρη φασίστα!>>
Τα μάτια της μητέρας του βούρκωσαν και το χαμόγελο εξαφανίστηκε από το προσωπό της σαν να είχε αργήσει 10 λεπτά σε ραντεβού.<<Γιατί?.....>> ψέλλισε
Γιατι?Ναι, γιατί να πλένει τα πιάτα ενός μαλάκα που πίστευε ακόμα στην υποδούλωση του λαού του?Έναν μαλάκα ΑΣΠΡΟ που τους έφερε με καράβια από την Αφρική στην υπέροχη χώρα των ελεύθερων και το σπίτι των γενναίων? Γιατί να ζητά ελεημοσύνη , να σκύβει το κεφάλι οταν ξέρει πώς ο μπάτσος θα είναι πάντα με τους άλλους , τα βλέμματα στους δρόμους πάντα εχθρικά , μασκες νεκρικές που τον κοιτούν σαν σκουλήκι? Όχι. Ή θα τα κατάφερνε με τη φωνή του , ή..... ας ψόφαγε σε ένα παγκάκι με ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι , ξέρωντας πώς δεν είχε φιλήσει κατουρημένες ποδιές σαν τη μάνα του που πίπωνε κάθε λευκό που είχε βίτσιο με το μαύρο κρέας αλλά ντρεπόταν να το ομολογήσει στην λέσχη του.
<<Φεύγω για να μην σε βρίσω περισσότερο>> είπε και την άφησε να κλαίει πάνω από την κατσαρόλα , παρότι είχε ήδη πάρει το -ΑΣΠΡΟ- χαπάκι της.






Κυριακή 25 Απριλίου 2010

2.Μόνο ο μπρούχο ξέρει ( part 2 )

Για πρώτη φορά στη ζωή του , όλα είχαν πάει στραβά. Ανεπανώρθοτα στραβά. Σ΄ένα στιγμιαίο φλάς επίγνωσης ο μπρούχο κατάλαβε πώς έδινε την τελευταία του μάχη στη γή.Βάδιζε - ή μάλλον έτρεχε - ολοταχώς προς τον θάνατό του. Χαιρόταν όμως που ο Μιγκέλ βρήκε - τελικά το δρόμο του.
Σταματώντας να ξαποστάσει , περιμένωντας τους διώκτες του που δίψαγαν για αίμα, πισω από ένα θάμνο αναθυμήθηκε τα γεγονότα της νύχτας.
Ο μικρός Μιγκέλ κατάπιε χωρίς δυσκολία , αν και με κάποια νευρικότητα , τους 7 ρόζους που του έτεινε ο μπρούχο σε ένα διάστημα 6 ωρών χωρίς κανένα ορατό αποτέλεσμα.Καθώς μασούσε τον έβδομο , ο γέρο-Χουάντσο τον ρώτησε πώς νιώθει. <<Ωραία>> απάντησε ο Μιγκέλ ατενίζοντας το κενό. Η μητέρα του , αθέατος και βουβός παρατηρητής , στεκόταν στο σκοτάδι 20 μέτρα πιο πέρα.
Ο μπρούχο έβγαλε από το δισάκι του το τελετουργικό μαχαίρι και έκοψε σιγοτραγουδώντας μια ακατονόμαστη μελωδία τον τελευταίο ρόζο από τον κάκτο που βρισκόταν μπροστά του. Τον έδωσε στον Μιγκέλ και τον παρακίνησε να μασήσει αργά , σαν η ζωή του να εξαρτιόταν απο την ευγενική αντιμετώπιση που θα έδειχνε στο φυτό. Ο μικρός κατάπιε χωρίς δυσκολία.
Αμέσως μετά όλα πήγαν στραβά. Τα μάτια του Μιγκέλ γύρισαν ανάποδα και άρχισε να παραμιλά.Σπρώχνοντας τον μπρούχο , κατάφερε να του αποσπάσει το μαχαίρι.<<Αυτό το μαχαίρι διψάει για αίμα>> είπε απλά , σαν να εκφωνούσε δελτίο καιρού και μεμιάς το έμπηξε στο στέρνο του και το γύρισε φωνάζοντας : <<Είμαι καλά τώρα , ησύχασα >>. Η φωνή του μπλέχτηκε με το ουρλιαχτό της μητέρας του που παρακολουθούσε σιωπηλά μέχρι εκείνη τη στιγμη.
Το αίμα ανάβλυσε , τόσο από την πληγή όσο και παο το στόμα του.Εκείνη τη στιγμή , όλος ο κόσμος ούρλιαξε μαζί του , αλλά μόνο ο μπρούχο το άκουσε. Έπεσε χάμω , κλείνοντας τα αυτιά σ΄αυτήν την παραφωνία που ήταν παραφωνία για τα ανθρώπινα αυτιά και μόνο.
Όταν σηκώθηκε και συνήλθε , 2 εκατοστά του δευτερολέπτου αργότερα , που έμοιαζαν σαν 2 εκατοστά της χιλιετηρίδας , το Απόλυτο ουρλιαχτό του Μιγκέλ είχε πάψει , καθώς ο νεκρός είχε ήδη φύγει για το μεγάλο ταξίδι μ΄ένα χαμόγελο μακαριότητας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του , και είχε αντικατασταθεί με το άσχημο ουρλιαχτό της μάνας του.Ο γέρο-Χουάντσο προσπάθησε μάταια να την ησυχάσει, Όταν αυτή άρχισε να τρέχει , απειλώντας τον και αποκαλώντας τον κομπογιαννίτη , λέγοντας πώς ο άντρας της θα του έδειχνε και άλλα τέτοια , ο μπρούχο κάθησε κατάχαμα , κοιτώντας προς τη δύση , την κατεύθυνση που προτιμούσε - και τον προτιμούσε κι αυτή - και σιγομουρμούρισε μιά παράξενη μελωδία , η οποία , χρόνια αργότερα θα ενσταλλαζόταν στο μυαλό ενός μαύρου σαξοφωνίστα και θα γινόταν γνωστή στα πέρατα του κόσμου.Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Κάθησε εκεί περιμένωντας. Όταν είδε τους <<νεκρούς>> να φαίνονται στον ορίζοντα , τους έριξε ένα περιφρονητικό βλέμμα , μέχρι που τον είδαν. Ύστερα έτρεξε-έτρεξε-έτρεξε μέχρι την κορυφή του μέσα. Όταν τον ξαναντίκρυσαν , ήταν ήρεμος , καθισμένος σ΄ένα βράχο. Τα ρόπαλα υψώθηκαν και οι καραμπίνες απειλούσαν. Οι διώκτες του ακόμα θυμούνται - και δεν θα ξεχάσουν ποτέ,όσες ζωές κι αν περάσουν -πως ο μπρούχο , πρίν πέσει για πάντα , άντεξε 267 χτυπήματα. Και, παρ΄ότι το σ΄μα του είχε καταντήσει ένα μπλαβί ματωμένο - αλλά ακόμα ζωντανό - πτώμα , αυτός ακόμα γελούσε , μέχρι το τελευταίο χτύπημα του ροπάλου , όταν . βγάζοντας μια κραυγή καθάρια και υπερήφανη ξεψύχησε.




Σάββατο 24 Απριλίου 2010

!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Εσείς οι άνθρωποι εδώ και τόσους αιώνες δεν σταματάτε να με εkπλήσσετε...Εντελώς τυχαια,έπεσα πάνω σ΄ αυτο.....εμείς στον Πρόξιμα αυτά τα κατεβάζουμε σαν καραμέλες...που το ξέρατε??????



2.Μόνο ο μπρούχο καταλαβαίνει (part 1)

(λαογραφικό σημείωμα του DR Bormiroth :μπρούχο= ινδιάνος μάγος /μέσα=οροπέδιο αμερικάνικης ερήμου/γκρίνγκο=λευκός για τους νοτιοαμερικάνους)

Η νύχτα ήταν γλυκιά και μυρωμένη.Η ησυχία της μεξικάνικης ερήμουέμοιαζε να αντηχεί μελωδίες από κάποιο χώρο απόλυτο.Μελωδίες των οποίωνεκλάμψεις εμφανίζονταιτα πιωμένα βράδυα στο μυαλό των λίγων , σαν σταλμένες απο κάποιο τεράστιο Ον που ονειρεύεται αιωνίως τις ζωές μας. Αλλά ακόμα και ο πιο ταλαντούχος μουσικός δεν μπορεί να τις καταγράψει πλήρως ή να τισ μετουσιώσει σε μουσική γλώσσα.
Ο γέρο μπρούχο τα ήξερε όλα αυτά.Όπως και πολλά άλλα.Οταν οι άλλοι τρόμαζαν χώρις λόγο τα βράδυα , όταν απορούσαν γιατί υπάρχουν , όταν ένιωθαν μόνοι ή όχι-και- τόσο-μόνοι-όσο-θα-ήθελαν ο γέρο Χουαντσο ήξερε γιατί. Γιάυτό όλοι τον σεβόνταν
Έτσι , αντί να κοκκαλώσει μαγεμένος από την απολυτότητα της ερήμου,συνέχισε τον δρόμο του προς την μοναχική καλύβα στην μέση της ερήμου , στην βάση του Μέσα της ύπαρξης. Στο μέσα αυτό , πραγματοποιούνταν οι τελετές που σηματοδοτούσαν την έναρξη της ύπαρξης. Απόψε ήταν η σειρά του Μιγκέλ να ενωθεί με το πνεύμα που κατοικούσε στον ιερό κάκτο.Η μητέρα του είχε παντρευτεί έναν γκρίνγκο και, κρυφά απ΄αυτόν επέμενε να προσηλυτίσει τον 16χρονο γιό της , παρότι δεν είχε πράξει αναλόγως για τα άλλα 6 παιδιά της
Ο γέρο Χουάντσο συμφωνούσε απολύτως με αυτήν της την απόφαση , η οποία άλλωστε δεν ήταν αυθαίρετη.Η Μαρία είχε άλλες 5 γέννες που έγινα τελείως φυσιολογικά.Όταν έμεινε έγκυος στον Μιγκέλ, ομως, το κατάλαβε πολύ αργά, μονο όταν η κοιλιά της άρχισε να φουσκώνει. Μέχρι και την στιγμή που η Αννίτα , η μαμή του χωριού , έπιασε στα χέρια της τον μικρό Μιγκέλ η Μαρία δεν είχε πονέσει. Καθόλου. Ούτε πέρασε ζαλάδες,εμετούς , τίποτε. Κανένα σύμπτβμα εγκυμοσύνης. Αυτό ήταν παράξενο.¨οχι όμως για τον γέρο Χουάντσο που γέλασε γλυκα όταν έμαθε το συμβάν.
Επιπλέον, την νύχτα που ο Μιγκέλ αντίκρυζε τον κόσμο γαι παρθενική φορά το φεγγάρι φάνηκε σαν να φλέγεται. Ο πατέρας του έκανε γύρω στις 150 φορές το σταυρό του , χωρίς να ξέρει ότι τα πνεύματα ξεκαρδίζονταν στα γέλια κάθε φορά. Και το αστείο είναι ότι ο Χριστός ξεκαρδιζότανε μαζί του και τους γέμιζε τα ποτήρια ξανά
Την ίδια στιγμή που ο Μιγκέλ ξεμυτούσε από την μητρική μήτρα , το ίδιο έκανε ένα μικρό κατσικάκι.Μονο που είχε 2 κεφάλια και πέθανε 3 μέρες μετά.Ο Χουάντσο έδωσε , σε όποιον τον ρώτησε, την εξήγηση πώς το απαιτούσε η συμπαντική ισορροπία. Οι περισσότεροι συγχωριανοί γέλασαν κοροιδευτικά, αλλά όχι η Μαρία.Και,τη μέρα των 16ων γενεθλίων του αποφάσισε να τον πάει στο μέσα.
Στο σακούλι του γέρο μπρούχο υπηρχαν ήδη - κλεισμένοι σε ένα δερμάτινο σακουλάκι, φτιαγμένο από το δέρμα που το δικέφαλο κατσικάκι αποχωρίστηκε με το θανατό του- οι 7 ρόζοι του πεγιότ που θα ένωναν για πρώτη φορά τον Μιγκέλ με το απόλυτο. Τον όγδοο και καθοριστικό ρόζο θα έκοβε ο μπρούχο με το τελετουργικό του μαχαίρι.Ένα μαχαίρι με μεγάλη ιστορία.
Ο Μιγκέλ ήταν ήδη εκεί με την μητέρα του, Η ανυπομονησία ήταν εγκατεστημένη στα πρόσωπά τους μαζί με έναν φόβο ανείπωτο φερμένο απο κάπου Έξω.Ο Μιγκέλ είχε στο χέρι του ένα στριφτό τσιγάρο, πουφώντας λαίμαργα ηρεμία από το φυτό που η Γη τους πρόσφερε απλόχερα εδώ στο Μεξικό.Ο γέρο-μπρούχο χαιρέτησε με ένα νεύμα και όταν η μητέρα πήγε να μιλήσει τηες ένευσε να κάνει ησυχία,φέρνοντας ένα δάχτυλο στο στόμα. Περίμενε υπομονετικά να τελειώσει ο Μιγκέλ το βοήθημά του. Και ο μικρός , σαν να κατάλαβε , πέταξε την γόπα πολύ γρήγορα. Ο μπρούχο την σηκωσε από το χ΄μα της ερήμου και του την πρόσφερε , λέγοντας πως δεν πρέπει να προσβάλλει το φυτό.
Αναστατωμένος ο μικρός,ρούφηξε - αφού ξανάναψε- τις τελευταίεσ τζούρες πολύ γρήγορα. <<Ότι σε βοηθάει να χαλαρώσεις>> είπε γελώντας ο μπρούχο. Η Μαρία στεκόμενη παράμερα έκανε μιά γκριμάτσα αποστροφής.Ο μπρούχο χαμογέλασε στραβά.
<<Είμαι έτοιμος>> είπε ο Μιγκέλ , αλλά ο ιδρώτας που τον έλουζε και τα έτοιμα να δακρύσουν μάτια του διαφωνούσαν.. <<Κανείς δεν μπορεί να είναι έτοιμος για ένα τέτοιο χτύπημα>> απάντησε συβιλλικά ο μπρούχο.Με αυτά τα λόγια ξεκίνησαν να περπατουν - με τον μπρούχο μπροστά - στο μονοπάτι που οδηγούσε στη κορυφή του μέσα της ύπαρξης.

1.Το τελευταίο χόρτο

Η ρουφηξιά ήταν τόσο μεγάλη που ένιωσε την τετραυδροκανναβινόλη και τη νικοτίνη να φτάνουν στ΄ακροδάχτυλα των ποδιών του και από εκεί να διαχέονται στο άπειρο.Ξέσπασε σε άγριο βήχα , γιατί το χόρτο ήταν - σίγουρα - κατουρημένο απο κάποιον αλβανό , τσιράκι του έμπορα ώστε να ξεγελάσει την ασφαλίτικη όσφρηση που είχε δώσει ο - ένας και μοναδικός βέβαια - Θεός ( με Θ κεφαλαίο ) στον σκύλο - τον καλύτερο φίλο του ανθρώπου υποτίθεται - . Αναστέναξε και κοίταξε γύρω του.
Ξαφνικά , σαν κάποιος θεός (με μικρό θήτα αυτή τη φορα ) να του σκάρωνε κάποια φάρσα , γέρνωντας πίσω και κάνοντας χάζι με τον μαλάκα , ένιωσε να μην ξέρει ποιός είναι.
Σηκώθηκε τρέμοντας , ενώ η τζιβάνα που καιγόταν έκαιγε τα δάχτυλα του σε μια εκδικητική αντίδραση , και αφού τελικά πέταξε το τσιγάρο - παραπατώντας , νιώθοντας ένα νέο κύμα τρεμούλας που οφειλόταν , όπως έκρινε ο ίδιος , τόσο στο χόρτο , όσο περισσότερο στην πάροδο 6 ωρών από την ώρα που του τέλειωσε το speed -και ο Τζώννυ δεν απαντά στο τηλέφωνο , γαμώτο - και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της παλιάς , καλής και αφοσιωμένης harley - το μόνο υλικό στοιχείο ( εκτός από τις ντρόγκες ) που είχε όσον αφορά την υπόσταση του και την ίδια του την ύπαρξη.
Η πρώτη του αντίδραση ήταν αποστροφή και μετά συμπάθεια για τον , αόριστα γνώριμο , τυπά με τα μακριά μαλλιά και τις μουστακοφαβορίτες που βρέθηκε να τον κοιτάζει με απορία ( και τον κοίταζε κι αυτός , φυσικά ) σ΄ένα αέναο Catch 22 που δεν οδηγούσε πουθενά.Σαν άλλος ντετέκτιβ - άν υπήρξε ποτέ χεβυμεταλλάς ντετέκτιβ με όψη αγγέλου της Κόλασης - προσπάθησε να βρεί ποιός είναι , βουτώντας στο αξεδιάλυτο κουβάρι των αναμνήσεων του , χωρίς τις οποίες ο άνθρωπος φαίνεται να μην είναι τίποτα , οι οποίες όμως φάνταζαν απρόσιτες.
Ώς γνωστον , η κάθε ύπαρξη σχετίζεται και - ουσιαστικά - χαρακτηρίζεται από τον τόπο στον οποίο έχει ξεδιπλωθεί η υποστασή της. Έτσι αποφάσισε , πριν μπερδευτεί με αλληλοσυγκρουόμενες , θολές , και επηρεασμένες απο το μυαλό του ( χα! ) μνήμες , να κοιτάξει γύρω του, Βρισκόταν - λοιπόν - σε ένα δάσος ή έστω πάρκο. Μπροστά του ήταν ο γκρεμός και μια θέα της Αθήνας που ήταν ότι πρέπει για διαφήμιση και για να πηδήξεις τουρίστρια.Πίσω του ήταν - μόνο - έλατα.Κάτω απ΄τα πόδοα του , βράχια , και , το μόνο που μπορούσε να διαλύσει την όλη παγανιστική αίσθηση ήταν ο κάδοσ αποριμμάτων στα 10-15 μέτρα αριστερά του.Η συνολική εικόνα τον έκανε να φαντάζει βασιλιάς που κοιτούσε το βασιλειό του.Θυμήθηκε τους πρώτους κονκισταδόρες που, αφού επόπτευαν από αναλογα τοπία την γύρω περιοχή , χάριζαν την περιοχή ως εκεί που έφτανε το μα τι τους στον βασιλιά της χώρας τους.Μόνο που αντί για παρθένα έκταση αντίκρυζε μια πόλη με την αστική ζωή να κάνει έκδηλη την παρουσία της μ΄σω των φώτων , που έμοιαζαν να σχηματίζουν ένα χαοτικό σχέδιο που δήλωνε...τι? Την ζωή εκκατομυρίων μυρμηγκιών.
Ένα από αυτά ήταν ο πατέρας του τον οποίο θυμήθηκε - γιατί? -Επειδή όταν ήταν αντάρτης θα είχε αντικρύσει πόλεις από τέτοια απόσταση. Μόνο που γι΄αυτόν , τα φώτα ίσως να μην θύμιζαν ζωή μυρμηγκιών - ή κηφήνων όπως αυτός - αλλά δύο εκδοχές : είτε την λύτρωση,ένα πιάτο φαί και λίγο νερό και ένα κρεβάτι που να μην είναι κάτω απο τ΄άστρα , είτε μια μηζανή παραγωγής δολοφόνων.
Σ΄ένα εκτυφλωτικό , αλλά στιγμιαίο φλάς επίγνωσης έζησε ξανά τη ζωή του 2 φορές μπρός-πίσω.Παρ΄ολ΄αυτά οι λεπτομέρειες μπλέκονταν και δεν μπορούσε να ξέρει αν η αποκρυσταλλωμένη και σαφής εκδοχή της πραγματικότητας που είχε εγκατασταθεί για λίγα δευτερόλεπτα στο κεφάλι του ήταν όντως πραγματικη ή νοθευμένη από προσωπικές φιλοδοξιές , υποκειμενικές θεάσεις κ.λ.π έτσι ώστε διογκώνοντασ κάποια στοιχεία και υποτιμώντας ( εξαλείφοντας ) άλλα να καταλήγει σε μια πλάνη.
Ναι , η πραγματικότητα ήταν - και δεν μπορούσε να μην είναι - νοθευμένη όπως η μεθαμφεταμίνη του Τζώνυ , κομμενη με στρυχνίνη ή ασπιρίνη , αλλά παρ΄ολ΄αυτά την έψαχνε με την ίδια ζέση.
ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΚΕΙ ΨΗΛΑ ΤΟΥ ΕΚΑΝΕ ΠΛΑΚΑ
Σαν να ήταν ένα μηχανοκίνητο ρομπότ απο ιστορία του Ασίμοφ βρήκε την μόνη ορθολογική-έστω για ρομπότ - λύση.
Σηκώθηκε όρθιος - πότε είχε πέσει άραγε? -και ανέβηκε στην μηχανή του.Χάιδεψε το τιμονι της με το γαντοφορεμένο χέρι του , άναψε ένα τσιγάρο - το τελευταίο του πακέτου - μάρσαρε τρομάζωντας τα νυχτοπούλια που παρακολουθούσαν μια ένωση με το Απόλυτο,φίλησε την σβάστικα που ήταν κρεμασμένη στο λαιμό του , έβαλε πρώτη και γκαζώνοντας τεεεεεερμα οδήγησε τον εαυτό του και την μηχανη , ή μάλλον το αμάγαλμα ανθρώπου μηχανής, στο κενό