Σάββατο 24 Απριλίου 2010

1.Το τελευταίο χόρτο

Η ρουφηξιά ήταν τόσο μεγάλη που ένιωσε την τετραυδροκανναβινόλη και τη νικοτίνη να φτάνουν στ΄ακροδάχτυλα των ποδιών του και από εκεί να διαχέονται στο άπειρο.Ξέσπασε σε άγριο βήχα , γιατί το χόρτο ήταν - σίγουρα - κατουρημένο απο κάποιον αλβανό , τσιράκι του έμπορα ώστε να ξεγελάσει την ασφαλίτικη όσφρηση που είχε δώσει ο - ένας και μοναδικός βέβαια - Θεός ( με Θ κεφαλαίο ) στον σκύλο - τον καλύτερο φίλο του ανθρώπου υποτίθεται - . Αναστέναξε και κοίταξε γύρω του.
Ξαφνικά , σαν κάποιος θεός (με μικρό θήτα αυτή τη φορα ) να του σκάρωνε κάποια φάρσα , γέρνωντας πίσω και κάνοντας χάζι με τον μαλάκα , ένιωσε να μην ξέρει ποιός είναι.
Σηκώθηκε τρέμοντας , ενώ η τζιβάνα που καιγόταν έκαιγε τα δάχτυλα του σε μια εκδικητική αντίδραση , και αφού τελικά πέταξε το τσιγάρο - παραπατώντας , νιώθοντας ένα νέο κύμα τρεμούλας που οφειλόταν , όπως έκρινε ο ίδιος , τόσο στο χόρτο , όσο περισσότερο στην πάροδο 6 ωρών από την ώρα που του τέλειωσε το speed -και ο Τζώννυ δεν απαντά στο τηλέφωνο , γαμώτο - και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της παλιάς , καλής και αφοσιωμένης harley - το μόνο υλικό στοιχείο ( εκτός από τις ντρόγκες ) που είχε όσον αφορά την υπόσταση του και την ίδια του την ύπαρξη.
Η πρώτη του αντίδραση ήταν αποστροφή και μετά συμπάθεια για τον , αόριστα γνώριμο , τυπά με τα μακριά μαλλιά και τις μουστακοφαβορίτες που βρέθηκε να τον κοιτάζει με απορία ( και τον κοίταζε κι αυτός , φυσικά ) σ΄ένα αέναο Catch 22 που δεν οδηγούσε πουθενά.Σαν άλλος ντετέκτιβ - άν υπήρξε ποτέ χεβυμεταλλάς ντετέκτιβ με όψη αγγέλου της Κόλασης - προσπάθησε να βρεί ποιός είναι , βουτώντας στο αξεδιάλυτο κουβάρι των αναμνήσεων του , χωρίς τις οποίες ο άνθρωπος φαίνεται να μην είναι τίποτα , οι οποίες όμως φάνταζαν απρόσιτες.
Ώς γνωστον , η κάθε ύπαρξη σχετίζεται και - ουσιαστικά - χαρακτηρίζεται από τον τόπο στον οποίο έχει ξεδιπλωθεί η υποστασή της. Έτσι αποφάσισε , πριν μπερδευτεί με αλληλοσυγκρουόμενες , θολές , και επηρεασμένες απο το μυαλό του ( χα! ) μνήμες , να κοιτάξει γύρω του, Βρισκόταν - λοιπόν - σε ένα δάσος ή έστω πάρκο. Μπροστά του ήταν ο γκρεμός και μια θέα της Αθήνας που ήταν ότι πρέπει για διαφήμιση και για να πηδήξεις τουρίστρια.Πίσω του ήταν - μόνο - έλατα.Κάτω απ΄τα πόδοα του , βράχια , και , το μόνο που μπορούσε να διαλύσει την όλη παγανιστική αίσθηση ήταν ο κάδοσ αποριμμάτων στα 10-15 μέτρα αριστερά του.Η συνολική εικόνα τον έκανε να φαντάζει βασιλιάς που κοιτούσε το βασιλειό του.Θυμήθηκε τους πρώτους κονκισταδόρες που, αφού επόπτευαν από αναλογα τοπία την γύρω περιοχή , χάριζαν την περιοχή ως εκεί που έφτανε το μα τι τους στον βασιλιά της χώρας τους.Μόνο που αντί για παρθένα έκταση αντίκρυζε μια πόλη με την αστική ζωή να κάνει έκδηλη την παρουσία της μ΄σω των φώτων , που έμοιαζαν να σχηματίζουν ένα χαοτικό σχέδιο που δήλωνε...τι? Την ζωή εκκατομυρίων μυρμηγκιών.
Ένα από αυτά ήταν ο πατέρας του τον οποίο θυμήθηκε - γιατί? -Επειδή όταν ήταν αντάρτης θα είχε αντικρύσει πόλεις από τέτοια απόσταση. Μόνο που γι΄αυτόν , τα φώτα ίσως να μην θύμιζαν ζωή μυρμηγκιών - ή κηφήνων όπως αυτός - αλλά δύο εκδοχές : είτε την λύτρωση,ένα πιάτο φαί και λίγο νερό και ένα κρεβάτι που να μην είναι κάτω απο τ΄άστρα , είτε μια μηζανή παραγωγής δολοφόνων.
Σ΄ένα εκτυφλωτικό , αλλά στιγμιαίο φλάς επίγνωσης έζησε ξανά τη ζωή του 2 φορές μπρός-πίσω.Παρ΄ολ΄αυτά οι λεπτομέρειες μπλέκονταν και δεν μπορούσε να ξέρει αν η αποκρυσταλλωμένη και σαφής εκδοχή της πραγματικότητας που είχε εγκατασταθεί για λίγα δευτερόλεπτα στο κεφάλι του ήταν όντως πραγματικη ή νοθευμένη από προσωπικές φιλοδοξιές , υποκειμενικές θεάσεις κ.λ.π έτσι ώστε διογκώνοντασ κάποια στοιχεία και υποτιμώντας ( εξαλείφοντας ) άλλα να καταλήγει σε μια πλάνη.
Ναι , η πραγματικότητα ήταν - και δεν μπορούσε να μην είναι - νοθευμένη όπως η μεθαμφεταμίνη του Τζώνυ , κομμενη με στρυχνίνη ή ασπιρίνη , αλλά παρ΄ολ΄αυτά την έψαχνε με την ίδια ζέση.
ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΚΕΙ ΨΗΛΑ ΤΟΥ ΕΚΑΝΕ ΠΛΑΚΑ
Σαν να ήταν ένα μηχανοκίνητο ρομπότ απο ιστορία του Ασίμοφ βρήκε την μόνη ορθολογική-έστω για ρομπότ - λύση.
Σηκώθηκε όρθιος - πότε είχε πέσει άραγε? -και ανέβηκε στην μηχανή του.Χάιδεψε το τιμονι της με το γαντοφορεμένο χέρι του , άναψε ένα τσιγάρο - το τελευταίο του πακέτου - μάρσαρε τρομάζωντας τα νυχτοπούλια που παρακολουθούσαν μια ένωση με το Απόλυτο,φίλησε την σβάστικα που ήταν κρεμασμένη στο λαιμό του , έβαλε πρώτη και γκαζώνοντας τεεεεεερμα οδήγησε τον εαυτό του και την μηχανη , ή μάλλον το αμάγαλμα ανθρώπου μηχανής, στο κενό

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου